χρονοτριβώ

χρονοτριβώ
καθυστερώ, αργοπορώ, χασομεράω, δαπανώ μάταια το χρόνο μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρονοτριβώ — χρονοτριβῶ, έω, ΝΜΑ καθυστερώ, αργοπορώ, χασομερώ αρχ. παρατείνω κάτι επί μακρό χρονικό διάστημα, συνεχίζω κάτι για πολύ χρόνο («χρονοτριβεῑν τὸν πόλεμον ἐλπίζων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβῶ] …   Dictionary of Greek

  • χρονοτριβώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονοτριβῶ — χρονοτριβέω waste time pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρονοτριβέω waste time pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • υποδιατρίβω — Α χρονοτριβώ κάπως, αργοπορώ λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διατρίβω «χρονοτριβώ, καθυστερώ»] …   Dictionary of Greek

  • βραδύνω — (AM βραδύνω) [βραδύς] 1. χρονοτριβώ, αργοπορώ 2. καθυστερώ κάποιον αρχ. αναβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • δηθύνω — (Α) [δηθά] 1. χρονοτριβώ, καθυστερώ 2. (για ασθένειες) παρατείνομαι 3. «οὔασι δηθύνω» βαριακούω …   Dictionary of Greek

  • διασύρω — (AM διασύρω) 1. ξεσχίζω, κομματιάζω 2. εξευτελίζω, διαπομπεύω νεοελλ. κακολογώ μσν. (αμτβ.) καθυστερώ, χρονοτριβώ αρχ. 1. παρασύρω 2. διασπείρω, διασκορπίζω, διαλύω («ὅρμησε σπεύδων καταταχῆσαι καὶ πτοήσας διασῡραι τὴν σύνοδον αὐτῶν») …   Dictionary of Greek

  • εγχρονίζω — ἐγχρονίζω (AM) 1. χρονοτριβώ, βραδύνω 2. (με εμπρόθ. τοπ. προσδιορ.) παραμένω για πολύ σ ένα τόπο 3. παθ. επιβραδύνομαι 4. γίνομαι χρόνιος 5. κατοικώ κάπου ώς τα γηρατιά μου …   Dictionary of Greek

  • εμβραδύνω — ἐμβραδύνω (AM) αρχ. μσν. αργώ, χρονοτριβώ αρχ. 1. παραμένω για πολύ καιρό σ ένα μέρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”